- φθινοπωρινῆς
- φθινοπωρινόςautumnalfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
Λισένκο, Τροφίμ Ντενίσοβιτς — (Trofim Denisovich Lysenco, 1898 – 1976). Σοβιετικός βιολόγος και γεωπόνος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Γεωπονίας του Κιέβου το 1925. Εργάστηκε στο Κέντρο Επιλογής Σπόρων της Μπελοτσερκόφκα, από το 1922 έως το… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek